- τετραζυγής
- τετρα-ζῠγής, ές, = sq., ὄχοι Trag. (Satyr.) Oxy.1083 Fr.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραζυγής — ές, Α τετράζυγος* [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ἐζύγ ην), πρβλ. τρι ζυγής] … Dictionary of Greek
τετραζυγεῖς — τετραζυγής masc/fem acc pl τετραζυγής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek